- ἐχινοῦς
- ἐχῑνοῦς , ἐχινέεςkind of mouse with rough bristling hairmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχίνους — ἐχί̱νους , ἐχῖνος hedgehog masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LUPATA — apud Matt. l. 1. Epigr. 105. cuius Epigraphe de spectaculo v. 4. Mordent aurea quod lupata cervi, Quod frenis Libyci domantur ursi etc. genus freni asperrimi, a lupinis dentibus dicti, qui inaequales sunt, unde etiam eorum morsus vehementior,… … Hofmann J. Lexicon universale
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
εχινοφόρος — ἐχινοφόρος, ον (Α) νεοελλ. βοτ. γένος σκιαδιανθών φυτών αρχ. αυτός που έχει εχίνους («ἐχινοφόροι κόγχαι», Πλίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + φορος (< φέρω)] … Dictionary of Greek